«Εν τη συνόδω των μεγάλων οδών»… ο Θέρμος
Στην πρώτη ενότητα, αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον, το οποίο συνδέεται με την πλούσια μνημειακή κληρονομιά του τόπου, εκτίθενται τρία εμβληματικά αντικείμενα – δύο γυναικεία ειδώλια τικτουσών γυναικών και λίθινο τριβείο σίτου των προϊστορικών χρόνων – που παραπέμπουν στη γονιμότητα της γης και την αέναη δύναμη της φύσης. Εξέχον έκθεμα της ενότητας αποτελεί η χάλκινη αμφίγραφη στήλη του 3ου αι. π.Χ., με το οποίο ταυτίστηκε με βεβαιότητα το Ιερό. Φέρει διαφορετική επιγραφή σε κάθε όψη, με διαφορά τριάντα περίπου χρόνων μεταξύ τους. Στην α΄ όψη αναγράφεται συνθήκη και συμμαχία μεταξύ Αιτωλών και Ακαρνάνων (260-250 π.Χ.), που ορίζει ως φυσικό όριο μεταξύ των δύο εθνών τον ποταμό Αχελώο, ενώ αναφέρονται πολιτικά δικαιώματα, όπως η επιγαμία και η έγκτησις γης. Στη β΄ όψη αναγράφεται γεωδαιτική απόφαση διαιτητών του Θυρρείου, που ορίζει τα όρια δύο ακαρνανικών πόλεων, των Οινιαδών και της Μητροπόλεως (235-232 π.Χ.). Σύμφωνα με το κείμενο η στήλη έπρεπε να αναρτηθεί στο Iερό του Θέρμου από τους Αιτωλούς, στο Ιερό του Ακτίου από τους Ακαρνάνες και στα Ιερά των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δωδώνης από κοινού. Η ενότητα περιλαμβάνει χρονολόγιο, αναφορά στην ιστορία των ανασκαφών και την ίδρυση του πρώτου Μουσείου. Σε ειδική προθήκη εκτίθεται το πρωτότυπο ευρετήριο καταγραφής αντικειμένων του Κ.Α. Ρωμαίου (1912).
«Ο προϊστορικός οικισμός στην καρδιά της Αιτωλίας … τόπος συνάντησης και συναλλαγής»
Στην δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά ευρήματα του προϊστορικού οικισμού, που ιδρύεται γύρω στα 1700 π.Χ. επάνω στο σταυροδρόμι που συνέδεε την ορεινή με την πεδινή Αιτωλία και καταστρέφεται γύρω στο 1100/1050 π.Χ. Προβάλλει τον αγροτοκτηνοτροφικό χαρακτήρα του οικισμού, την ενασχόληση των κατοίκων με το κυνήγι και τον πόλεμο, τα ελάχιστα κατάλοιπα λατρείας που έχουν ανιχνευθεί, αλλά και την αρχιτεκτονική εξέλιξη των κτηρίων του οικισμού, εστιάζοντας στο γνωστό αψιδωτό Μέγαρο Α, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κτήριο, που χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγική έδρα, και στην οικία β, ένα χαρακτηριστικό προϊστορικό σπίτι. Πλήθος μικρών και μεγάλων αγγείων που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι στην καθημερινή τους ζωή (αγγεία αποθήκευσης υγρών, άντλησης, πόσεως και σίτισης), λίθινα εργαλεία και όπλα που μαρτυρούν την ενασχόληση των κατοίκων με αγροτοκτηνοτροφικές δραστηριότητες, το κυνήγι και τον πόλεμο προέρχονται από αυτόν τον οικισμό. Τριπτήρες, σφύρες, ακόνια, αξίνες και μικρά κοπτικά πυριτολιθικά εργαλεία, αλλά και όπλα, όπως χάλκινες αιχμές δοράτων, επεξεργασμένοι χαυλίοι κάπρου από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους αποτελούν μερικά από τα εκθέματα.
«Ένας νέος οικισμός στη θέση του παλαιού. Μετά την καταστροφή η ζωή στην κοινότητα συνεχίζεται»
Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ευρήματα από την Πρωτογεωμετρική εποχή, τους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες», εποχή που ακολουθεί την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Εστιάζει στο νέο οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, η ίδρυση του οποίου συνοδεύεται από την εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας κεραμικής, της αμαυρόχρωμης της βορειοδυτικής παράδοσης (αντιπροσωπευτικά όστρακα εκτίθενται στην πρώτη προθήκη της ενότητας) και στην απαρχή της μακραίωνης λατρείας του Απόλλωνος. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κτήριο του νέου οικισμού είναι το Μέγαρο Β, το οποίο κτίστηκε τον 11ο αι. π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγική έδρα και χώρος κοινοτικών συναθροίσεων. Τα πρωιμότερα ίχνη υπαίθριας λατρείας ανάγονται στον 8ο – 7ο αι. π.Χ., όταν επάνω στα ερείπια του Μεγάρου Β ιδρύεται πήλινη εστία – βωμός τέφρας για ολόκαυστες θυσίες, ανοίγονται ορύγματα που έχουν ταυτιστεί με βόθρους θυσιών και προσφορών, και στο οπίσθιο μέρος του κτηρίου δημιουργείται μικρός ξυλόπλεκτος οίκος, όπου φυλάσσονταν τα αναθήματα ή τα λατρευτικά σκεύη.
Κατά τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. ο Θέρμος φαίνεται ότι λειτουργεί αποκλειστικά ως Ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, ο οποίος λατρεύεται και ως προστάτης των νέων. Προς τιμήν του πραγματοποιούνται τελετές ενηλικίωσης αγοριών και κοριτσιών, κατά τις οποίες οι νέοι αφιέρωναν την κόμη τους. Αυτή την πτυχή της λατρείας καταδεικνύει το πλήθος χάλκινων σφηκωτήρων, με τους οποίους τύλιγαν τους βοστρύχους της κόμης. Άλλα συνήθη αναθήματα ήταν: περόνες, καρφιά, περίαπτα, χάλκινοι διπλοί πελέκεις, χάλκινοι μικρογραφικοί τροχίσκοι κ.α., τα οποία χρονολογικά εντάσσονται στον 10ο -7ο αι. π.Χ. Η εύρεση πολυάριθμων όπλων στο Ιερό, αιχμές βελών και δοράτων, ξίφη, σαυρωτήρες, υποδηλώνει και τον πολεμικό χαρακτήρα του θεού Απόλλωνα. Ταπεινά εργαλεία, αξίνες, πελέκεις, σμίλες, μαχαίρια, μερικά από τα οποία ήταν σύνεργα θυσιών, στη συνέχεια αφιερώνονταν στο θεό. Παράλληλα, οι πολύτιμοι χάλκινοι τριποδικοί λέβητες, αφιερώματα πλουσίων, υποδηλώνουν τον πλούτο και το κύρος των αναθετών, αλλά και το ενδιαφέρον τους για τον εμπλουτισμό του Ιερού.
Το ανατολικής προέλευσης χάλκινο ειδώλιο του συριακού θεού Reshef, που είχε παρόμοιες ιδιότητες με αυτές του Απόλλωνος, απεικονίζεται σε φωτογραφία, καθώς εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Ήταν εισηγμένο και προέρχεται από το μελανό στρώμα του Ιερού. Πιθανόν αποτελούσε αφιέρωμα εξέχοντος πολεμιστή. Αν και βρέθηκε σε ανασκαφικό στρώμα του 7ου αι. π.Χ. είναι πρωιμότερο. Ανάμεσα στα αναθήματα ξεχωρίζουν τα χάλκινα ειδώλια ίππων, ιππέα και ανδρικών μορφών, αφιερώματα εξεχόντων μελών της κοινότητας του Θέρμου, που αποτελούν εξαίρετα δείγματα μικροτεχνίας. Το ειδώλιο του κελητίζοντος ιππέα εντάσσεται σε «βορειοδυτικό» εργαστήριο χαλκοπλαστικής με αργειακή επιρροή. Θεωρείται ξεχωριστό έκθεμα λόγω της μοναδικότητάς του.
«Το Ιερό του Απόλλωνος, τόπος λατρείας και συγκέντρωσης όλων των Αιτωλών …»
Στην τέταρτη θεματική ενότητα προβάλλεται ο πλούσιος αρχιτεκτονικός διάκοσμος των ναών του Απόλλωνος Θερμίου, του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος (;), καθώς και άλλων αταύτιστων κτηρίων του Ιερού που χρονολογούνται από τα τέλη του 7ου έως τον 2ο αι. π.Χ. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. ο Θερμός αρχίζει πλέον να διαδραματίζει το ρόλο παναιτωλικού Ιερού με υπερκοινοτικό χαρακτήρα και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ίδρυση μνημειακών κτηρίων για την άσκηση της κοινής λατρείας.
Γύρω στο 625 π.Χ. ιδρύεται ο πρώτος ναός του Απόλλωνος, ο οποίος ήταν ένας απλός σηκός χωρίς περίσταση με αέτωμα μόνο στη νότια στενή πλευρά, όπου και η είσοδος. Η στέγη του ναού αυτού αποτελούνταν από γείσα, σίμες και ακροκέραμα που έφεραν πλούσια γραπτή διακόσμηση σε λευκό και μαύρο χρώμα. Η σίμη κατέληγε σε προτομές λεόντων, ενώ ο θριγκός διέθετε ακόσμητες μετόπες εναλλασσόμενες με τρίγλυφα. Κατά μήκος της μακράς πλευράς του ναού οι στρωτήρες κατέληγαν σε προτομές λεόντων με ανοικτό στόμα (υδρορρόες), ενώ οι ηγεμόνες καλυπτήρες ενδιάμεσα σε προτομές κορών δαιδαλικού τύπου, στις οποίες είναι εμφανές το αρχαϊκό μειδίαμα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται ακόμα, στις πήλινες ζωγραφιστές «μετόπες» που βρέθηκαν στο ναό του Απόλλωνος και αποτελούν τα πρωιμότερα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής στον ελλαδικό χώρο, αφού χρονολογούνται στην Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή. Είναι έργα πελοποννησιακού ή κορινθιακού εργαστηρίου και πιθανότατα αποτελούσαν ζωφόρο στο επάνω μέρος των τοίχων του σηκού και όχι μετόπες από το θριγκό. Κάθε «μετόπη» παριστάνει και μία μυθολογική σκηνή από διαφορετικούς μυθολογικούς κύκλους.
Εκατό και πλέον χρόνια μετά την κατασκευή του (470-460 π.Χ.), ο ναός επισκευάζεται, αποκτά περίσταση, αέτωμα στην πίσω πλευρά και η στέγη αλλάζει, ενώ η επιρροή της κορινθιακής τεχνοτροπίας συνεχίζεται. Η στέγη αποτελείται από επίπεδους στρωτήρες κορινθιακού τύπου και ηγεμόνες στρωτήρες, το μέτωπο των οποίων διακοσμείται με γραπτό μαίανδρο. Η κορυφή της στέγης φέρει επίστεψη ζωγραφιστών ανθεμίων. Οι τριγωνικοί καλυπτήρες απολήγουν σε γυναικείες προτομές, οι οποίες φορούν πόλο στην κεφαλή και διατηρούν τα ζωηρά χρώματα διακόσμησής τους (ερυθρό, κεραμιδί και μαύρο). Η σίμη και το γείσο του αετώματος διακοσμούνται με άνθη λωτού, ανθέμια και πλοχμό. Το γωνιακό ακροκέραμο – υδρορροή του αετώματος είχε τη μορφή λιονταριού και το γωνιακό ακρωτήριο τη μορφή πήλινης καθιστής Σφίγγας, σπουδαίο έκθεμα αυτής της ενότητας και εξαίρετο δείγμα της μνημειακής πηλοπλαστικής.
Λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του πρώτου ναού του Απόλλωνος Θερμίου κτίζονται και δύο μικρότεροι ναοί, του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος (;).Τα σημαντικότερα ευρήματα αποτελούν τεμάχια από πήλινες ζωγραφιστές πλάκες («μετόπες») με παράσταση των Χαρίτων, της Ειλειθυίας, της Ίριδος, του κένταυρου Φόλου και ενός συμπλέγματος «ιερού γάμου» ή μυθικής απαγωγής, καθώς επίσης ακροκέραμα με τη μορφή Σιληνών. Επίσης, δύο μικρότερα Ιερά ερευνήθηκαν στα χωριά Ταξιάρχης και Χρυσοβίτσα. Στο πρώτο βρέθηκαν ερείπια δύο ναών που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και από αυτό προέρχονται ενδεικτικά ακροκέραμο με τη μορφή Σιληνού, μικρό πήλινο ειδώλιο αμνού και πήλινες κεφαλές κορών. Ξεχωρίζουν κεφαλή Αθηνάς με αττικό τρίλοφο κράνος και μικρό χάλκινο έλασμα με ανάγλυφη παράσταση μικρού σκύλου. Το δεύτερο ιερό ήλθε στο φως το 1908 στη Χρυσοβίτσα με κύριο χαρακτηριστικό την άσκηση υπαίθριας λατρείας κοντά σε φυσική πηγή, όπου η λατρεία άρχισε τον 6ο αι. π.Χ. και διήρκησε έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Από το Ιερό αυτό προέρχεται πληθώρα αναθηματικών ειδωλίων (πάνω από 4000) με μεγάλη ποικιλία μορφών. Τα ειδώλια απεικονίζουν όρθιες ή καθήμενες γυναικείες μορφές που κρατούν προσφορές, δειπνίζοντες θεούς, υδριαφόρους και προτομές. Από την πληθώρα μικρογραφικών αγγείων που ανευρέθησαν, εκτίθενται αμφορίσκοι, σκυφίδια, υδρίσκες και κρατηρίσκοι, ενώ λύχνοι και αγνύθες συμπληρώνουν το σύνολο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει χάλκινη φιάλη με εγχάρακτη διακόσμηση τεσσάρων δελφινιών και ρόδακα, από τον οποίο εκφύονται περιμετρικά ανθέμια.
«Πόλεις – μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας γύρω από τον Θέρμο»
Στην πέμπτη θεματική ενότητα παρουσιάζονται ευρήματα από πλούσιους τάφους αιτωλικών πόλεων που άκμασαν γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα και αποτέλεσαν τον πυρήνα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Εκτίθενται ευρήματα από τα πλούσια νεκροταφεία αρχαίων πόλεων, όπως το Τριχόνειο (Γαβαλού), οι Άκραι (Λιθοβούνι), η Μέταπα (Καψοράχη) και η Παμφία (Σιταράλωνα) που φανερώνουν υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ξεχωρίζουν ορισμένα ευρήματα π.χ. χάλκινα αγγεία, πήλινα αγγεία με παραστάσεις, αγγεία ομάδας Αγρινίου, γυάλινη οινοχοΐσκη, χρυσά κοσμήματα πλούσιας γυναικείας ταφής από την Αγία Τριάδα Άνω Μακρυνούς, δέκα ασημένια νομίσματα από το Πετροχώρι, που αποτελούν τμήμα «θησαυρού», χρυσά φύλλα κισσού από στεφάνι από τάφο της πόλης Μέταπα κ.α.
«Αιτωλική Συμπολιτεία: Από το φυλετικό έθνος στην ομοσπονδία πόλεων»
Στο τέλος του 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ. ο Θέρμος γίνεται το επίσημο θρησκευτικό κέντρο και η πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η έκτη ενότητα είναι αφιερωμένη στον θεσμό της Αιτωλικής Συμπολιτείας, ένα πρωτοποριακό πολιτικό σύστημα που ανέπτυξαν οι Αιτωλοί και το οποίο βασιζόταν στις αρχές της αυτονομίας, ισονομίας και ισοτιμίας των πόλεων – μελών της. Τότε δημιουργείται η πολιτική Αγορά, κτίζονται οι τρεις μεγάλες στοές με την πληθώρα των βάθρων και των εξεδρών, το θεωρούμενο «Βουλευτήριο» και οι δύο κρήνες. Στην ενότητα αυτή εκτίθενται λίθινα τμήματα ενός ομφαλού με ανάγλυφη διακόσμηση και του βάθρου του αγάλματος της Αιτωλίας που αφιέρωσαν οι Αιτωλοί στο Ιερό του Θέρμου μετά τη νίκη τους κατά των Γαλατών το 279 π.Χ. Αρχιτεκτονικά μέλη των στοών, χάλκινα και αργυρά νομίσματα που επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας με άλλες πόλεις, εντός και εκτός ελληνικής επικράτειας, καθώς επίσης λίθινες ενεπίγραφες στήλες, στις οποίες αναγράφονται τιμητικά ψηφίσματα του Κοινού των Αιτωλών απονομής πολιτικών προνομίων και αποτελούν μέρος του δημόσιου αρχείου του Ιερού εκτίθενται σε αυτήν την ενότητα.
Η περιήγηση στο Μουσείο ολοκληρώνεται με την έκθεση ελαχίστων σπαραγμάτων από τα πολυάριθμα αναθήματα, τους χάλκινους ανδριάντες, και τις πανοπλίες που φυλάσσονταν στα κτήρια της πολιτικής Αγοράς του Ιερού πριν από την διπλή καταστροφή του Ιερού το 218 και το 206 π.Χ. από τον Φίλιππο Ε΄. Πρόκειται για εξαρτήματα χάλκινων ανδριάντων, όπως οφθαλμοί, βόστρυχοι, δάκτυλοι, ανδρικά μόρια, κρόσσια πτερύγων χιτώνων, θήκη ξίφους με εγχάρακτη διακόσμηση μικρών επάλληλων φύλλων, λαβή ξίφους με μορφή κεφαλής αετού, οπλή αλόγου σε φυσικό μέγεθος και θραύσματα κράνους. Με τη μάχη της Πύδνας το 167 π.Χ. και την υποταγή της Αιτωλικής Συμπολιτείας στη Ρωμαϊκή δύναμη, ο Θέρμος χάνει την αίγλη του και παρακμάζει. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. τμήμα του πληθυσμού της Αιτωλίας μεταφέρεται στη Νικόπολη, και λίγα χρόνια αργότερα ολόκληρη η Αιτωλία υπάγεται στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας. Το μεγαλείο του Ιερού και της Αιτωλικής Συμπολιτείας περνάει οριστικά στη λήθη της Ιστορίας.
Συντάκτης
Δρ. Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος – Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτ/νίας και Λευκάδος